βία

βία
Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον Δία στον πόλεμο με τους Τιτάνες και από τότε έμενε μαζί τους κοντά στον υπέρτατο θεό, έτοιμη να εκτελέσει τις διαταγές του. Στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, συμπαραστέκεται μαζί με τον Κράτο στην πρόσδεση του Προμηθέα στον Καύκασο από τον Ήφαιστο. Από πολύ παλιά η Β. και η Ανάγκη λατρεύονταν στον Ακροκόρινθο ως ξεχωριστές θεότητες. Στην πόλη της Πισιδίας Άδαδα, λατρευόταν μαζί με την Ανάγκη και τον Απόλλωνα Δεσπότη. Αργότερα, οι δύο αυτές θεότητες ταυτίστηκαν, όπως φαίνεται και από την παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Θεμιστοκλής, όταν πήγε στην Άνδρο για να ζητήσει την υλική ενίσχυση των κατοίκων της, τους είπε ότι μαζί του έφερε και δύο μεγάλες θεότητες, την Πειθώ και την Ανάγκη, κατά τον Ηρόδοτο, ή την Πειθώ και τη Β., κατά τον Πλούταρχο.
* * *
και βια, η (AM βία, Α και βίη, ιων.τ.)
1. βίαιος τρόπος, βιαιότητα
2. βιαιοπραγία, καταναγκασμός
3. ανάγκη
4. ορμή, δύναμη, σφοδρότητα
5. βιασύνη, σπουδή
μσν.- νεοελλ.
δυσκολία («μόλις και μετά βίας»)
νεοελλ.
1. έντονη παρόρμηση
2. φρ. α) «ανωτέρα βία» — γεγονός εξαιρετικό και απρόβλεπτο, το οποίο μπορεί να αποτρέψει οποιαδήποτε πρόβλεψη ή προετοιμασία
β) «ψυχολογική βία» — η άσκηση βίας σε βάρος κάποιου, κυρίως με τη χρησιμοποίηση απειλών και εκφοβισμού
μσν.
δύσκολη κατάσταση
αρχ.
1. σωματική δύναμη
2. πνευματική ικανότητα
3. αποδεικτικό τεκμήριο
4. φρ. «βίη Ηρακληείη» — ο δυνατός Ηρακλής
5. φρ. «βίᾳ τινός» — παρά τη θέληση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ινδοευρ.) *gwiye∂2- «βία». Πρόκειται για αρχαίο δισύλλαβο ουσ., μορφολογικά ταυτόσημο προς το αρχ. ινδ. j(i)yā- «κυριαρχία, δεσποτεία». Ως β' συνθετικό η λ. βία εμφανίζεται σε πέντε αρχαία σύνθετα με τη μορφή -βιος, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα σύνθετα με β' συνθετικό τη λ. βίος «ζωή».
ΠΑΡ. βίαιος
αρχ.
βιώ (-ώμαι).
ΣΥΝΘ. αρχ. αντίβιος, εναντίβιος, κραταίβιος, πολύβιος, υπέρβιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βία — βίᾱ , βία bodily strength fem nom/voc/acc dual βίᾱ , βία bodily strength fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βίᾱ , βιάω constrain pres imperat act 2nd sg βίᾱ , βιάω constrain imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίᾳ — βίαι , βία bodily strength fem nom/voc pl βίᾱͅ , βία bodily strength fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βία — η 1. ο βίαιος τρόπος, ο καταναγκασμός: Ο βίαιος τρόπος του τον κάνει αντιπαθητικό. 2. βιασύνη, σπουδή: Δε χρειάζεται να δείξεις βία εφόσον πρόκειται για τόσο σοβαρή απόφαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βια — η η σπουδή, η βιασύνη: Σε γνωρίζω από την όψη που με βια μετράει τη γη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -βία — (απόδοση στα Ελληνικά του νεολατινικού bia, που προέρχεται από τον ενικό θηλυκού ή τον πληθυντικό ουδετέρου του bius «αυτός που έχει έναν ειδικό (ή εξειδικευμένο τρόπο ζωής») επίθημα που χρησιμοποιείται στην ορολογία διαφόρων επιστημονικών κλάδων …   Dictionary of Greek

  • βιᾷ — βιάω constrain pres subj mp 2nd sg βιάω constrain pres ind mp 2nd sg (epic) βιάω constrain pres subj act 3rd sg βιάω constrain pres ind act 3rd sg (epic) βιάζω constrain fut ind mid 2nd sg (epic) βιάζω constrain fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βία — Βίας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιάσας — βιά̱σᾱς , βιάω constrain pres part act fem acc pl (doric) βιά̱σᾱς , βιάω constrain pres part act fem gen sg (doric) βιά̱σᾱς , βιάω constrain aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) βιά̱σᾱς , βιάω constrain aor part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιάσῃ — βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj mid 2nd sg (attic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj act 3rd sg (attic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj act 3rd sg (doric aeolic) βιά̱σῃ , βιάω constrain… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίαν — βίᾱν , βία bodily strength fem acc sg (attic doric aeolic) βίᾱν , βιάω constrain imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βίᾱν , βιάω constrain imperf ind act 1st sg (doric aeolic) βίᾱν , βιάω constrain imperf ind act 3rd pl (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”